καζουιστής

καζουιστής
casuiste

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καζουιστής — ο αυτός που ερμηνεύει καθετί όχι με βάση σταθερούς ηθικούς κανόνες αλλά κατά περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. casuiste < ισπ. casuista < λατ. casus «περίπτωση» + κατάλ. ista] …   Dictionary of Greek

  • ιησουίτης — και γεζουίτης, ο θηλ. ιησουίτισσα 1. μοναχός τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ο οποίος ανήκε στο θρησκευτικό τάγμα τού Ιησού (Societas Jesu) 2. καζουιστής, αυτός που ερμηνεύει καθετί όχι με βάση σταθερούς ηθικούς κανόνες αλλά κατά περίπτωση 3.… …   Dictionary of Greek

  • καζουιστικός — ή, ό 1. (φιλοσ. και κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διάφορες επιμέρους περιπτώσεις στην πράξη 2. το θηλ. ως ουσ. η καζουιστική μέρος τής ηθικής που πραγματεύεται τη μέθοδο προσκτήσεως οδηγιών με την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”